- ασυμβούλευτος
- -η, -ο (AM ἀσυμβούλευτος, -ον)εκείνος που δεν έχει δεχθεί συμβουλές για κάποιο θέμανεοελλ.1. αυτός που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει2. (για πράξεις) ασύνετος, απερίσκεπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαθοδήγητος — η, ο [καθοδηγώ] αυτός που δεν τόν έχουν καθοδηγήσει σωστά, ασυμβούλευτος … Dictionary of Greek
ανοδήγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει οδηγό, που δεν οδηγείται 2. μτφ. ασυμβούλευτος, αχειραγώγητος … Dictionary of Greek
ανορμήνευτος — η, ο αυτός που δεν πήρε ορμήνειες, ασυμβούλευτος, ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
ακαθοδήγητος — η, ο αυτός που δεν καθοδηγήθηκε, ασυμβούλευτος: Στις ενέργειές του αυτές δεν ήταν ακαθοδήγητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)